προεκδιδωμι

προεκδιδωμι
    προεκδίδωμι
    προ-εκδίδωμι
    ранее публиковать
    

(προεκδεδωκέναι τὰς συντάξεις Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προεκδιδωμι" в других словарях:

  • προεκδίδωμι — Α [ἐκδίδωμι] 1. εκδίδω, δημοσιεύω κάτι προηγουμένως («ἐν τοῑς προεκδοθεῑσιν ὑπομνηματισμοῑς», Διον. Αλ.) 2. φρ. «προεκδοῡσα κοιλία» κοιλιά που εκκενώνεται προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προέκδοσις — όσεως, ἡ, Α [προεκδίδωμι] η προηγούμενη έκδοση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»